- ὀρόντιον
- ὀρόντιον, τό, name of a plant, a remedy for jaundice, Archig. ap. Gal.13.236.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορόντιον — ὀρόντιον, τὸ (Α) είδος φυτού το οποίο χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τον ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομ. τού φυτού οφείλεται πιθ. στο όνομα ενός γιατρού Ορόντη, που επινόησε τη θεραπευτική αυτή αγωγή] … Dictionary of Greek
ὀρόντιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροντίου — ὀρόντιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)